- ουραγία
- η (Α οὐραγία) [ουραγός]η ουρά στρατεύματος που βρίσκεται σε πορεία, η οπισθοφυλακήνεοελλ.ναυτ. η οπισθοφυλακή ναυτικής δυνάμεως που πορεύεται κατά γραμμή παραγωγής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐραγία — οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc/acc dual οὐρᾱγίᾱ , οὐραγία rearguard fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίᾳ — οὐρᾱγίαι , οὐραγία rearguard fem nom/voc pl οὐρᾱγίᾱͅ , οὐραγία rearguard fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίας — οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem acc pl οὐρᾱγίᾱς , οὐραγία rearguard fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουρά — (Ανατ.). Το πίσω άκρο του κορμού κάθε ζώου. Αντίθετο, η κεφαλή. Η ο. των ζώων, στα σπονδυλωτά, αποτελεί προέκταση της σπονδυλικής στήλης και είναι ευκίνητη εξαιτίας των πολλών συσταλτικών και διασταλτικών μυών. Φυτρώνει λίγο πιο πάνω από την έδρα … Dictionary of Greek
ουράγημα — οὐράγημα, τὸ (Μ) [ουραγώ] η ουραγία … Dictionary of Greek
ουραγώ — (Α οὐραγῶ, έω) [ουραγός] 1. είμαι ουραγός, διοικώ την ουραγία 2. είμαι στην ουρά, στο τέλος μιας σειράς ή μιας κατάταξης, ακολουθώ τελευταίος αρχ. 1. μτφ. καθυστερώ, βραδύνω («ἐν ὥρᾳ ἐξεγείρου καὶ μὴ οὐράγει», ΠΔ) 2. φρ. «τὸ οὐραγοῡν ζυγόν» οι… … Dictionary of Greek
ՎԵՐՋ — (ի կամ ոյ, վերջք, ջից.) NBH 2 0815 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c, 13c գ. τέλος finis ἕσχατον, τελευταῖον extremum, ultimum. եւ ի սուրբ գիրս οὑρά cauda οὑραγία extremi agminis ductus. (հակառակն… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
οὐραγίαις — οὐρᾱγίαις , οὐραγία rearguard fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐραγίαν — οὐρᾱγίᾱν , οὐραγία rearguard fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)